-
1 плыть
πλέω, (плавать) κολυμπώ. - баттерфляем κολυμπάω πεταλούδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плыть
-
2 naviguer
πλέω -
3 żeglować
πλέω -
4 плыть
плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл-ла, плылоρ.δ.1. κολυμπώ• πλέω•плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•
плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.
|| επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•
плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•
плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•
плыть на вслах πλέω με κουπιά•
плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•
плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•
плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.
2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.3. λιώνω, τήκομαι•сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.
εκφρ.плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι. -
5 плыть
плы||тьнесов1. (о человеке, животном) κολυμπώ, κολυμβῶ·2. (о неодушевленных предметах) πλέω:\плыть по течению а) πλέω μέ τό ρεῦμα, б) перен ἀκολουθῶ τό ρεῦμα· \плыть против течения а) ἀναπλέω, πλέω ἀναπόταμα, б) перен πηγαίνω ἐνάντια στά ρεύμα·3. (на судне) πλέω, πηγαίνω, ἀρμενίζω:\плыть на ло́дке πηγαίνω μέ τήν βάρκα· \плыть на веслах πηγαίνω μέ τά κουπιά· \плыть под парусами πλέω μέ τά πανιά, ἀρμενίζω·4. (парить\плыть о птице и т. ἡ.) λάμνω, ἀερολάμνω:облака \плытьву́т περνούν τά σύννεφα· ◊ все \плытьвет перед глазами (о полуобморочном состоянии) ἔχω ζαλάδα. -
6 плавать
ρ.δ.1. βλ. плыть (1, 2 σημ.) με τη διαφορά ότι εδώ σημαίνει ενέργεια επαναλαμβανόμενη προς διάφορες κατευθύνσεις.2. κολυμβώ, πλέω•я не умею плавать εγώ δεν ξέρω κολύμπι (να κολυμπώ).
|| επιπλέω•дерево -ет на воде το ξύλο επιπλέει στο νερό.
3. υπηρετώ στα πλοία,4. μτφ. απολαβαίνω πλήρως•плавать в блаженстве πλέω στην ευδαιμονία.
5. μτφ. πελαγώνω, τα χάνω•плавать на экзаменах πελαγώνω στις εξετάσεις.
εκφρ.плавать в крови – πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος. -
7 весло
весло с το κουπί идти на вёслах πλέω με τα κουπιά* * *сτο κουπίидти́ на вёслах — πλέω με τα κουπιά
-
8 плавать
плавать 1) см. плыть; не уметь \плавать δεν ξέρω κολύμπι 2) (держаться на воде) πλέω, επιπλέω 3) (путешествовать) ταξιδεύω ( με πλοίο)* * *1) см. плытьне уме́ть пла́вать — δεν ξέρω κολύμπι
2) ( держаться на воде) πλέω, επιπλέω3) ( путешествовать) ταξιδεύω (με πλοίο) -
9 плыть
-
10 вниз
внизнареч κάτω, προς τά κάτω:спуститься \вниз κατεβαίνω, κατέρχομαι· вверх и \вниз πάνω (καί) κάτω, ἄνω καί κάτω· сверху \вниз ἀπό ἐπάνω προς τά κάτω· ◊ плыть \вниз по течению πλέω μέ τό ρεΰμα τοῦ ποταμοῦ, κατεβαίνω τό ποτάμι, κατα-πλεω ποταμόν. -
11 доплыть
-плыву, -плывёшь, παρλθ. χρ. доплыл, -ла, -лоρ.σ.πλέω ως• κολυμπώ ως•до берега реки πλέω ως την όχθη του ποταμού.
|| μτφ. διαδίδομαι ως•чей-то голос -ил до нас η φωνή κάποιου έφτασε ως εμάς.
-
12 наплавать
-
13 подплыть
ρ.σ.1. πλησιάζωκολυμπώντας, πλέοντας,2. πλέω κάτω από•подплыть под мост πλέω κάτω από τη γέφυρα.
-
14 сплыть
ρ.σ.1. πλέω (προς τον κάτω ρουν).2. χύνομαι από τις άκρες•весь навар сплыл όλο το ζουμί (ή το λίπος) χύθηκε (από το βράσιμο).
εκφρ.был (была, было) да сплыл, (-ла -ло) – ήταν και πέρασε (χάθηκε), ανήκει στα περασμένα.1. πλέω.2. μτφ. συγχωνεύομαι, αναμειγνύομαι, ανακατώνομαι, γίνομαι δυσδιάκριτος•буквы -лись τα γράμματα έγιναν μουντά•
краски -лись τα χρώματα ανακατεύτηκαν.
-
15 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
16 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
17 плавать
1. (плыть) κολυμπώ, πλέω, (на поверхности) επιπλέω 2. (служить, работать на судне) υπηρετώ στα πλοία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавать
-
18 проплыть
(плывя, преодолеть какое-л. расстояние, миновать что-л.) (о пловце) κολυμπώ, (о судне) διαπλέω, περνώ, διασχίζω, πλέω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проплыть
-
19 следовать
1. (двигаться непосредственно за кем-, чём-л.поступать подобно кому-л. или соответственно чему-л.) ακολουθώ2. (двигаться, перемещаться куда-л.) πηγαίνω 3. (возникать как следствие чего-л.) προκύπτωδιαδέχομαι, συνεπάγομαι4. (полагаться, причитаться) οφείλω 5. мор. πλέω (προς)τηρώ πορεία (προς) 6 ав. κρατώ πορείατηρώ πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следовать
-
20 блажеиство
блажеи||ствос ἡ μακαριότητα [-ης], ἡ εὐτυχία, ἡ εὐδαιμονία-◊ быть на верху́ \блажеиствоства πλέω σέ πελάγη εὐτυχίας.
См. также в других словарях:
πλέω — πλέω, έπλευσα βλ. πίν. 42 Σημειώσεις: πλέω : από την παθητική φωνή χρησιμοποιείται μόνο η ουσιαστικοποιημένη μτχ. το πλεούμενο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλέω — και πλέγω έπλευσα 1. κινούμαι, ταξιδεύω στη θάλασσα, στο ποτάμι, στη λίμνη, αρμενίζω: Πλέαμε κατά το ανοιχτό πέλαγος. 2. επιπλέω: Ορισμένα σώματα πλέουν στο νερό. 3. για αφθονία, υπερβολή: Το πρόσωπό του έπλεε στο αίμα. – Αυτός πλέει στα αγαθά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
πλέω — πλέος masc/neut nom/voc/acc dual πλέος masc/neut gen sg (doric aeolic) πλέω sail pres subj act 1st sg πλέω sail pres ind act 1st sg πλέως full masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) πλέως full masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) πλέω̆ , πλέως full… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέῳ — πλέος masc/neut dat sg πλέως full masc/neut dat sg (ionic) πλέῳ̆ , πλέως full masc/fem/neut dat sg πλέως full masc nom/voc pl πλέῳ̆ , πλέως full masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖ — πλέω sail pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πλέω sail pres imperat act 2nd sg (attic epic) πλέω sail pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) πλέω sail pres imperat act 2nd sg (attic epic) πλέω sail imperf ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέωι — πλέῳ , πλέος masc/neut dat sg πλέῳ , πλέως full masc/neut dat sg (ionic) πλέῳ̆ , πλέως full masc/fem/neut dat sg πλέῳ , πλέως full masc nom/voc pl πλέῳ̆ , πλέως full masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευσούμενον — πλέω sail fut part mid masc acc sg (attic epic doric) πλέω sail fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) πλέω sail fut part mid masc acc sg (doric) πλέω sail fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖον — πλέω sail pres part act masc voc sg (epic) πλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) πλέω sail imperf ind act 3rd pl (epic) πλέω sail imperf ind act 1st sg (epic) πλέως full masc acc sg (epic) πλέως full neut nom/voc/acc sg (epic) πλείων … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεῖτε — πλέω sail pres imperat act 2nd pl (attic epic) πλέω sail pres opt act 2nd pl πλέω sail pres ind act 2nd pl (attic epic) πλέω sail imperf ind act 2nd pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῶον — πλέω sail pres part act masc voc sg (epic ionic) πλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg (epic ionic) πλέω sail imperf ind act 3rd pl (epic ionic) πλέω sail imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)